Παραδοσιακές Ενδυμασίες
Τα "Αλλαμένα"
Η νυφική-γιορτινή φορεσιά της Σκύρου λέγεται “Αλλαμένα” ή καλή ή χρυσή ή χρυσοφορεσά. Διακρίνεται για τον πλούτο των κεντημάτων και των κομματιών που την απαρτίζουν: έχει τα περισσότερα και τα καλύτερα κομμάτια. Είναι η μοναδική φορεσιά στην Ελλάδα που συνδυάζει βαρύτιμα χρυσοκέντητα πουκάμισα και φορέματα από βαρύτιμες στόφες με το χαρακτηριστικό αυστηρό κεφαλόδεμα, τον φ'τά.
Τα “Αλλαμένα” φοριόνταν και φοριούνται ακόμα στους γάμους, όχι μόνο από τη νύφη αλλά από όλους τους συγγενείς του γαμπρού και της νύφης, ακόμα και από τις φιλενάδες της. Αυτές που τα φορούν λέγονται “ν'φάδες” ή “αλλαμένες” και όσο πιο πολλές “αλλαμένες” έχει ο χορός και πιο καλά ρούχα, τόσο πιο καλός θεωρείται ο γάμος. Η νύφη κι ο γαμπρός ξεχωρίζουν από ένα ανθάκι λεμονιάς στο πέτο.
Όταν η νύφη δεν είχε καπχά αλλά γιαλαμπί (δεύτερης ή τρίτης ποιότητας φουστάνι), δανείζονταν έναν, γιατί δεν γινόταν οι άλλες νυφάδες να έχουν και η νύφη να μη φορεί. Πολλές Σκυριανές έφταναν να πουλήσουν ακόμα κι ένα χωράφι για ν' αγοράσουν μια καλή φορεσιά.
Σε κάθε περίπτωση οι Σκυριανές έβαζαν την κατάλληλη φορεσιά. Οι αρραβωνιασμένες και οι νιόπαντρες κάθε “καλή” μέρα φορούσαν “βενέτ'κο” ή “γιαλαμπί”.
Τα “αλλαμένα” αποτελούνται από:
- Τη φανέλα
- Το πενιχρό ή πελιχρό, δηλαδή το πουκάμισο
- Τη σκούτα (εσωτερική φούστα), είτε μαζί με το πουκάμισο είτε χωριστά
- Το κολοβόλι (μεσοφόρι / ενδιάμεσο φουστάνι). Αποτελείται από τη φούστα και το πανωκόρμι.
- Το μεντενέ (είδος ζιπουνιού / ζακέτας κοντό)
- Το κόκκινο ή πράσινο μεταξωτό πουκάμισο
- Το καλό ολόχρυσο μεταξωτό πουκάμισο
- Τον καπχά, το βενέτικο ή το γιαλαμπί (είδη φορεμάτων). Το εξωτερικό φουστάνι που αποτελείται από τη φούστα και το πανωκόρμι.
- Τη γούνα (ζακετάκι ανοικτό, αμάνικο)
- Τη ζώνη με τα κλειδωτήρια
- Τον κεφαλόδεσμο που αποτελείται από το φατσόλι ή σαρίκι (εσωτερικό μαντήλι), την μπόλια με την όψη και το καπίστρι, τον φ’τα και το φεγγάρι ή καρφίτσα (διακόσμηση κεφαλόδεσμου)
- Την καδένα (χρυσή αλυσίδα με σταυρό ή καρδιά) και την καρφίτσα
- Την ποδεμή, δηλαδή τις κάλτσες και τα υποδήματα (τερλίκια και γκντόρες, μέστια και καλίγια)
Το "Γιαλαμπί"
Το "Γιαλαμπί" είναι το καλό και ευκολοφόρετο φουστάνι της νέας γυναίκας. Γιαλαμπί ονομάζεται και ολόκληρη η φορεσιά όταν το φουστάνι της είναι γιαλαμπί. Η λέξη γιαλαμπί προέρχεται από τα τούρκικα και σημαίνει φεγγοβόλος. Είναι ευκολοφόρετη φορεσιά γιατί ο φ'τάς μπαίνει μπούλα, δεν βαραίνει όπως της νύφης και δεν υπάρχει φόβος να πέσει.
Το "Γιαλαμπί" το φορούσαν οι αρραβωνιασμένες και οι νιόπαντρες. Μ' αυτό πηγαίνανε στην Αναβάλσα, μ' αυτό στην εκκλησία κι αυτό φορούσανε με τα "Αλλαμένα" στο γάμο και το βάζανε σα δεύτερο φουστάνι στο τραπέζι που γινότανε.
Το “γιαλαμπί” αποτελείται από:
- Φανέλα
- Πουκάμισο άσπρο μεταξωτό κεντημένο με λίγο χρυσό, διακριτικά χρώματα και μικρά μοτίβα, με σκούτα
- Κολοβόλι
- Φουστάνι
- Μεντενέ λαλαράτο από το ίδιο ύφασμα με το φουστάνι ή διακριτικό ριγέ με ανθάκια
- Κλειδωτήρια μετρίου μεγέθους
- Φακιόλι
- Φ’τα μικρό μεταξωτό
- Κάλτσες βαμβακερές
- Μέστια και καλίγια
Τα "Κουτνιά"
Κουτνιά ή κουτνίς ή κουτνίδες ονομάζεται η καθημερινή γυναικεία ενδυμασία με φόρεμα μονόχρωμο, βαμμένο απ’ τον “μπογιατζή”, στην οποία επικρατεί το σκούρο χρώμα. Τα μοναδικά ζωηρά χρώματα που έχει είναι στον πολύχρωμο πάντα ποδόγυρο από σατέν ύφασμα με κάθετες ρίγες. Επίσης, ξεχωρίζει χρωματικά η δίχρωμη ζώνη, το λιτσέρι, με τα οριζόντια κόκκινα και μαύρα λουριά και χρεμάκι, που το φορούν για το κρύο. Είναι φορεσιά απλή και κομψή. Φαίνεται ότι πήρε το όνομά της από την ποιότητα του υφάσματος του ποδόγυρου του φουστανιού.
Τα κουτνιά κάποτε φοριόνταν από όλες τις γυναίκες, πλούσιες και φτωχές, και σε όλες τις ηλικίες. Στις παλιές οικογενειακές φωτογραφίες των πλουσίων του 19ου αιώνα, ο άντρας συνήθως φορούσε βράκα και ο γιός παντελόνι, αλλά η σεβαστή δέσποινα φορούσε πάντα τα αγαπημένα και τιμημένα κουτνιά της, με το ανάλογο σοβαρό ύφος.
Σε άλλες φωτογραφίες από τσοπάνικες οικογένειες ή οικογένειες γεωργών, ο άντρας φορεί τα “τσοπάν’κα” (παλιό ή νέο τύπο) ή τα “βρακάδ’κα”, ενώ η γυναίκα και πάλι τα κουτνιά της. Το πως ντυνόταν η κάθε μια καθημερινά εξαρτιόταν από την οικονομική κατάσταση, την προκοπή και την νοικοκυροσύνη της.
Τα “κουτνιά”, τόσο τα καθημερινά όσο και τα σκολιανά, αποτελούνται περίπου από τα ίδια κομμάτια.
Τα “κουτνιά” αποτελούνται από:
- Τη φανέλα
- Το στενιό ή πελιχρό, άσπρο κεντητό πουκάμισο
- Τη σκούτα
- Το κολοβόλι
- Το φουστάνι
- Τον μεντενέ
- Το λιτσέρι ή την ζώνη
- Την ποδιά για τις ηλικιωμένες
- Τον κεφαλόδεσμο, μαντήλι, φ,τας και σε ορισμένες περιπτώσεις πανωφτάς
- Την ποδεμή, δηλαδή τα “σκφούνια”, τα τερλίτσα και οι παντόφλες του τσαγκάρη
Από εξαρτήματα χρησιμοποιούνται:
- Το χρεμάκι ή σακομαντήλα ή “μποχτσάς”
- Το μαστ’χόπανο την ώρα της δουλειάς και σε πένθος
Τα "Κουμιώτικα"
Η κουμιώτικη γυναικεία ενδυμασία διακρίνεται στην νυφική, που είναι η πιο παλαιά και στην καθημερινή, που ονομάζεται ντούλα.
Και οι δυο αποτελούνται από τα ίδια κομμάτια. Η διαφορά του είναι στο είδος του φορέματος και στον κεφαλόδεσμο.
Η νυφική φορεσιά, που χαρακτηρίζεται απ’ τη μπόλια, φορέθηκε κυρίως απ’ τις κουμιώτισσες που παντρεύτηκαν στη Σκύρο. Ελάχιστες σκυριανές φόρεσαν τη νυφική κουμιώτικη, δηλαδή τα κουμιώτικα γιαλαμπιά με το κίτρινο πολίτικο μαντήλι και μαλλιά κοτσίδες με κορδέλες.
Η καθημερινή ενδυμασία, η “ντούλα” :
- Ντούλα Κύμης ονομάζεται το σκουρόχρωμο πτυχωτό φουστάνι και κατ’ επέκταση ολόκληρη η καθημερινή φορεσιά. Λέγεται και αλεξαντριανό.
- Η ντούλα φορέθηκε πολύ στη Σκύρο αρχικά από τις αρχοντοπούλες και στη συνέχεια από γυναίκες διαφόρων κοινωνικών τάξεων. Από τις νέες αρραβωνιασμένες φορέθηκε με μεντενέ και από τις παντρεμένες με πόλκα. Φοριόταν ακόμα και την Καθαρά Δευτέρα από τις νέες. Το χαρακτηριστικό της ντούλας είναι το πολύ λεπτό πλισέ μακρύ φουστάνι, σε συνδυασμό με το αραχνοΰφαντο πολίτικο κίτρινο μαντήλι με τα “κρούσσα”, που κολακεύει το πρόσωπο γιατί αφήνει ακάλυπτο το λαιμό και τα μαλλιά εμπρός. Η ντούλα πρέπει να ήρθε στη Σκύρο σαν μόδα πριν το 1880.
- Η ντούλα σιγά σιγά εγκαταλείφθηκε από τις ηλικιωμένες γυναίκες αστικής τάξης. Φορέθηκε τότε το σουρωτό τραβηχτό φουστάνι από αγοραστό μαύρο βαμβακερό ύφασμα για τις καθημερινές και για την Κυριακή από βαρύ μεταξωτό. Οι τσοπάνισσες φορούσαν τις καθημερινές γερανιό φουστάνι τραβηχτό, φτιαγμένο απ’ τα βρακιά των αντρών τους και για καλό είχαν ένα αγοραστό μαύρο ή μπλε σκούρο ύφασμα σε διάφορες ποιότητες, που το λέγανε αλπμαγάδες.
- Η ζώνη φοριέται μόνο με τη νυφική φορεσιά κι όχι με την ντούλα. Στη Σκύρο η ντούλα δεν φορέθηκε ποτέ με ζώνη, όπως τελευταία καθιερώθηκε στην Κύμη για πιο πολύ στόλισμα.
Η καθημερινή ενδυμασία, η “πόλκα” :
- Η πόλκα φορέθηκε με την ντούλα αντί για καμιζόλι, συνδυασμένη με κίτρινο μαντήλι στο κεφάλι. Υπήρχε επίσημη και καθημερινή. Η επίσημη ήταν με ψηλό γιακά (λαιμοδέτη), μανίκι στενό μέχρι τον αγκώνα και φουσκωτό προς τα πάνω, με ή χωρίς μπάσκα κάτω απ’ τη μέση και με διάφορα κοψίματα για καλή εφαρμογή. Το ύφασμα της πόλκας ήτανε βαρύ μεταξωτό ή σε χρώμα μαύρο η σε ίδια ποιότητα με το φουστάνι.
- Στη Σκύρο φορέθηκε πολύ η καλή μαύρη πόλκα με την ντούλα από τις αρραβωνιασμένες και τις νιόπαντρες. Από τις μεσόκοπες, τις ηλικιωμένες και τις χήρες φορέθηκε με τα μαύρα σουρωτά φουστάνια. Η πόλκα με τον ωμίτη σε πολλές παραλλαγές, δηλαδή σουρίτσες, πιετάκια, γιακαδάκι, αλλά πάντα με το ζωνάκι γαζωμένο πίσω που έδενε μπρος, φορέθηκε για κάθε μέρα από τις νέες, τις μεσόκοπες και τις ηλικιωμένες.
- Η πόλκα κατάργησε το πουκάμισο και τον μεντενέ κι επικράτησε τελικά με ένα γαζωτό ζωνάκι στη μέση και στην καλή και στην καθημερινή φορεσιά. Η πόλκα με το ζωνάκι φορέθηκε από όσες έβγαλαν τα κουτνιά. Το μανίκι της είχε μια μανσέτα που κατέληγε σε μύτη. Το γιακαδάκι ήταν στρογγυλό ή με πετάκι ή σκέτο. Η καλοκαιρινή καλή πόλκα ραβόταν από μπλε ή μαύρο μεταξωτό ύφασμα και η καθημερινή από τσιτάκια μπλε-άσπρα ή καφέ-άσπρα, με μικρά ανθάκια ή πουά. Η χειμωνιάτικη είχε αντίστοιχα σχέδια τυπωμένα σε φανέλα.
Άλλες γυναικείες ενδυμασίες: το "Βενέτ'κο", η "Τσεχένια".
Το βενέτικο είναι είδος καπχά που μπορεί να φορεθεί ως νυφικό ή πολύ καλό φουστάνι. Βενέτικο ονομάζεται και ολόκληρη η φορεσιά όταν το φουστάνι είναι βενέτικο. Φοριέται με το χαρακτηριστικό δέσιμο του κεφαλόδεσμου, την “μπούλα”, χωρίς μπόλια, με μικρό φ’τα γύρω στο κεφάλι, εκτός αν η γυναίκα ντύνεται για νύφη.
Στο βενέτ’κο η στόφα είναι βυσσινοκόκκινη με ανάγλυφα γυαλιστερά κλαδιά στο ίδιο χρώμα με τον κάμπο. Λέγεται ότι υπήρχε βενέτ’κο σε λαδοπράσινο χρώμα. Η στόφα αυτή πιθανόν να προέρχεται από τη Βενετιά, όπως υποδηλώνει κι απ’ το όνομά της. Υπάρχει μάλιστα και ένα εργαστήριο στην Ιταλία, που ακόμα και σήμερα κατασκευάζει παρόμοια υφάσματα σε χρώμα βυσσινί και λαδοπράσινο.
Η “Τσεχένια”
Σύμφωνα με γραπτές πηγές, την προφορική παράδοση και λιγοστά κομμάτια που βρέθηκαν σε μπαούλα, θα πρέπει να υπήρχε πολυτελής φορεσιά αντρική και γυναικεία, διαφορετική από τις σημερινές γνωστές, που λεγόταν τσεχένια.
Δυστυχώς δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να τεκμηριωθεί η αρχική εμφάνιση αυτής της φορεσιάς και η εξέλιξή της στην κοινωνία των αρχόντων του νησιού, αλλά επρόκειτο για φουστάνια τσοχένια σε χρώματα βυσσινί, γερανιό και λαδί, που φορούσαν οι πλούσιες.
Από την χαμένη αυτή γυναικεία φορεσιά των αρχόντων έχουμε μόνο δυο κομμάτια. Το ένα είναι ο μπούστος του φουστανιού, που ανήκε στην οικογένεια Λίτσας Παπαδημητρίου-Κωστήρη. Είναι εφαρμοστός, χωρίς μανίκια, ενώ όπως φαίνεται απ’ τα ξέφτια, αρχικά θα πρέπει να είχε μανίκι.
Το άλλο ανήκει στην Πίτσα Κιμ. Λάμπρου και είναι ένα σεγκούνι σε χρώμα καμηλό, αρίστης ποιότητας, τόσο που να νομίζεις ότι είναι δέρμα λεπτό, ενώ είναι ύφασμα. Είναι φυσικά αμάνικο, πολύ εφαρμοστό, με λατζόλια και δεν έχει σχέση με το κόψιμο της γούνας ή του μεντενέ.
Όπως προκύπτει απ’ τις αρχειακές έρευνες, η φορεσιά αυτή χρησιμοποιήθηκε για εβδομήντα περίπου χρόνια. Το 1976 και οι πιο ηλικιωμένες την είχαν μόνο ακουστά σαν παραμύθι. Γεγονός πάντως είναι ότι κάποτε φορέθηκε ως μόδα από τις αρχόντισσες της Μεγάλης Στράτας.
Ανδρικές Ενδυμασίες
Οι γνωστές ανδρικές ενδυμασίες της Σκύρου είναι:
1.Τα “τσοπάνικα” ή “τσοπάν’κος” ή “τσοπάν’κη” ενδυμασία για τους τσοπάνηδες,
2.Τα “βρακάδ’κα”, “βρατσά” ή “ναυτικά” ή “χωριάτ’κα” ή “μαύρα” για τους γεωργούς και άλλους που δούλευαν σε όλα τα επαγγέλματα.
Και οι δυο ενδυμασίες ανήκουν στις νησιώτικες. Ως χαρακτηριστική σκυριανή ανδρική ενδυμασία θεωρούμε την τσοπάνικη.
Τα "Τσοπάνικα"
Τα "Τσοπάνικα" αποτελούν την καλή ανδρική φορεσιά του νησιού.
Την "τσοπάνικη" φορεσιά τη χωρίζουμε στην καλή, τη σκολιανή και γαμπριάτικη, στην καθημερινή και στην "τσαχαγιάδ'κο".
Η παραλλαγή της τσοπάνικης φορεσιάς, που ονομάζεται τσεχαγιάδικος, διαφέρει μόνο στο κεφαλοκάλυμμα, που ήταν ένα μικρό κόκκινο/λευκό τσοχένιο σκουφάκι, γύρω από το οποίο έδεναν ένα μπλε λουλουδάτο μαντήλι.
Την τσοπάνικη ενδυμασία την χωρίζουμε σε: α) στην καλή, τη σκολιανή και γαμπριάτικη, β) στην καθημερινή και γ) στην “τσεχαγιάδ’κο” ή “του τσαχαγιά”.
Η “καλή τσοπάνικη” ενδυμασία αποτελείται από:
- Τη φανέλα
- Το πουκάμισο
- Τη βράκα, δηλαδή το βρακί που φτάνει λίγο κάτω από το γόνατο και έχει χρώμα γερανιό, βαμμένο στον μπογιατζή
- Το ζωνάρι, άσπρο υφαντό ψήφα
- Το γιανελί, δηλαδή γιλέκο άσπρο μεταξωτό, υφαντό ψήφα, κεντημένο και στολισμένο
- Τον αμπά, τον χειμώνα
- Την ποδεμή, που είναι ίδια χειμώνα καλοκαίρι κι αποτελείται από τροχαδόκαρτσες ή αμπαδόκαρτσες, είδος άσπρης γκέτας, και επιπλέον τον χειμώνα από τσουράπια, είδος μάλλινης πλεκτής κάλτσας
- “καρτσ’δέτες” από μαύρο μαλλί στο φυσικό του χρώμα, πλεγμένο κοτσίδα
- Τροχάδια, είδος μονόσολου σανδαλιού
- Μαντήλι γερανιό στο κεφάλι δεμένο “κασπαστή”, με άσπρη λουλουδάτη μπορντούρα και πολύχρωμους κόμπους
Την ενδυμασία συμπληρώνουν το μακρύ στραβοράβδι, ο τροβάς, το μάλλινο πολύχρωμο “ολοπλούμ’δο” ταγάρι.
Η “καθημερινή τσοπάνικη” ενδυμασία:
Έχει τα ίδια ακριβώς κομμάτια με τη σκολιανή, αλλάζει μόνο η ποιότητα του πουκάμισου και του γιανελιού, που αντί μεταξωτά και κεντημένα είναι και τα δυο βαμβακερά και με πιο λίγα στολίδια. Τη θέση του αμπά παίρνει το καλοκαίρι ο γερανιός μεντενές. Επιπλέον το πανωβράκι, το καπότο και το ταλαγάνι φοριούνται στις δουλειές και για προφύλαξη από το κρύο.
Η “τσεχαγιάδ’κος τσοπάνικη” ενδυμασία:
Η παραλλαγή της τσοπάνικης ενδυμασίας, που ονομάζεται τσεχαγιάδικος, διαφέρει μόνο στο κεφαλοκάλυμμα, που ήταν ένα μικρό κόκκινο τσοχένιο σκουφάκι γύρω από το οποίο έδεναν ένα μπλε λουλουδάτο μαντήλι.
Παλαιός τύπος τσοπάνικης ενδυμασίας:
Από τις πληροφορίες, τις λιγοστές φωτογραφίες και τα ελάχιστα κομμάτια που έχουν βρεθεί, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η παλαιά τσοπάνικη ενδυμασία διέφερε κυρίως στη βράκα, την γκόφα ή κόφα, που ήτανε μεγάλη και είχε εσωτερικά μια άσπρη τετράφυλλη, το σώβρακο. Διέφερε ακόμα στο κάλυμμα του κεφαλιού και είχε χρωματιστό ζωνάρι.
Το κεφαλοκάλυμμα ήταν ένα φεσάκι άσπρο ή κόκκινο με μαντήλι στριμμένο στη βάση του. Τα μαλλιά τα είχαν “ρούντα” πίσω μέχρι το σβέρκο και μπροστά “γλι”, κουρεμένα με την ψιλή μηχανή. Στο μεταβατικό στάδιο με τα μακριά μαλλιά, που τα άφηναν να πέφτουν ελεύθερα στους ώμους, φορούσαν το γνωστό τσοπάνικο μαντήλι δεμένο κασπαστή.
Το φέσι καθιερώθηκε επί τουρκοκρατίας. Όμως το τσοπάνικο δεν είναι ξεκάθαρο αν είναι φέσι ή σκουφάκι. Τους τελευταίους που φορούσαν σκουφάκι τους έλεγαν “σκουφιανούς” κι ένας από αυτούς ήταν ο “Πατρογιώργης” στη Σκυροπούλα. Οι πληροφορίες για την υπόδηση ελάχιστες. Μιλούν για κάλτσες τσοχένιες, τα τουζλούτσα, που κούμπωναν με κόπιτσες. Ο “Καραλής”, μερακλής αρχοντοτσοπάνης, φόρεσε τροχάδια με ψίδι κόκκινο, άσπρες λουρίδες και ανάστολα από λουστρίνι.
Τα "Βρακάδικα"
Τα σημερινά βρακιά ή βρακάδικα ή χωριάτικα ή ναυτικά ή μαύρα, αποτελούνται από τα ίδια τμήματα που συνθέτουν την τσοπάνικη φορεσιά, με τη διαφορά ότι στη βρακάδικη επικρατεί το μαύρο χρώμα. Τα μόνα χρωματιστά κομμάτια είναι το πουκάμισο, το γαμπριάτικο γιανελί και το καζακί.
Υπάρχουν: α) τα σκολιανά και γαμπριάτικα και β) τα καθημερινά βρακάδικα.
Ανήκουν στον τύπο της νησιώτικης αντρικής φορεσιάς. Έχουν φανέλα υφαντή με πλεχτά λάστιχα, πουκάμισο, βρακί γερανιό του μπογιατζή κι ένα ζωνάρι γερανιό του μπογιατζή. Ένα γιλέκο, το γιανελί, για καλό γαμπριάτικο ντύσιμο κι ένα καζακί για το καλό ντύσιμο. Το καζακί στις μέρες μας αντικαταστάθηκε από μια μάλλινη σαγιακένια πουκαμίσα.
Στο κεφάλι βάζουν τσοπάνικο μαντήλι δεμένο κασπαστή ή το μαύρο σκούφο, τον κούκο. Το καλοκαίρι συνηθίζουν ένα ψάθινο καπέλο, το καπάσι. Στη δουλειά τυλίγουν στο κεφάλι μια υφαντή πετσέτα, το βαγιόλι, δεμένη κασπαστή. Κουβαλούν πάντα τον τρίχινινο τροβά και το μπαστούνι, το γκντούρι. Στα πόδια φορούν τις ίδιες κάλτσες με τον τσοπάνη από μαύρο σοκόφι ή σαγιάκι και τροχάδια του παπουτσή με λουρίδες βακέτας και τρυπητά πλουμούδια πάνω στο ψίδι μπρος και πίσω. Στο κρύο φορούν σουρτούκο, πατατούκες και καπότο.
Τα “βρακάδικα” αποτελούνται από:
- Τη φανέλα
- Το πουκάμισο (το γαμπριάτικο και σκολιανό ήταν άσπρο και το καθημερινό σε αποχρώσεις μπλε με άσπρο, ριγέ ή καρό)
- Τη βράκα (σκούρα μπλε, σχεδόν μαύρη)
- Το ζωνάρι (φασμένο ψήφα ή δίμιτο ή φτιάχνεται από το ίδιο ύφασμα με το βρακί)
- Το γιανελί
- Το καζακί (είδος ζακέτας. Χειμωνιάτικο και καλοκαιρινό. Ένδυμα γαμπριάτικο, το επίσημο ρούχο για όσους φορούσαν τα βρακάδικα)
- Την πουκαμίσα (είδος χειμωνιάτικης ζακέτας). Το καλοκαίρι φορούσαν το “ντρίλι”.
- Πανωφόρια: σουρτούκο, πατατούκα, καπότο. Είδη σακακιών.
- Υπόδηση: μαύρες τροχαδόκαρτσες και τροχάδια
- Κεφαλοκαλύμματα: α) τσοπάνικο μαντήλι σε επίσημες περιστάσεις ή και όχι, β) “κούκος”, σκούφος αϊβαλιώτικος
Η καθημερινή ενδυμασία έχει τα πιο πολυφορεμένα και τριμμένα ρούχα, τόσο που το βρακί και το ζωνάρι είναι ξεθωριασμένα από τα πολλά πλυσίματα. Το καθημερινό πουκάμισο είναι αλατζαδένιο και τη θέση σοκοφένιας πουκαμίσας, ακόμα και του πουκάμισου, το καλοκαίρι την παίρνει η ντρίλινη πουκαμίσα, η τουρτσίνα, που φοριέται μέσα ή έξω από το ζωνάρι. Τη μέση πιο συχνά τη σφίγγουν με το τρίχινο λυτάρι.
Στο κεφάλι φορούν ψάθινο καπέλο, το καπάσι ή το βαγιόλι, δηλαδή μια πετσέτα δεμένη κασπαστή για τον ιδρώτα, όπως οι τσοπανοί.
Τα “βρατσά” είναι η μόνη ενδυμασία που φοριέται μέχρι το 1970 από τους τελευταίους τσοπάνηδες και γεωργούς, με πουκάμισο καρό ή ριγέ και πουκαμίσα μέσα ή έξω. Αντιπροσωπευτικές φυσιογνωμίες σκυριανών πάνω από 70 χρονών ήταν όλοι κι όλοι καμιά τριανταριά το 1987.
Παλαιός τύπος βρακάδικης ενδυμασίας:
Εκτός από τις γνωστές αντρικές ενδυμασίες, τα τσοπάνικα και τα βρακάδικα, υπήρχε κι ένας άλλος παλαιότερος τύπος ενδυμασίας με βράκα, που πρέπει να φορέθηκε από όλες τις τάξεις. Υπάρχουν ελάχιστες φωτογραφίες αυτής της ενδυμασίας. Η Αλίκη Λάμπρου θυμάται τον μπάρμπα-Στάθη τον περιβολάρη, στη Βίνα, με μακριά βράκα που σερνόταν, με τα καλαμένια ποδαράκια του μέσα σε μαύρες κάλτσες και παπούτσι σκαρπίνι μαύρο.
Η εξέλιξη ανδρικής ενδυμασίας
Τα τσοπάνικα θα πρέπει να καταργήθηκαν από τους πολλούς γύρω στο 1900-1910, λίγοι μόνο τα κράτησαν ως το 1950, με τελευταίο τον Δημ. Μαλαματίνη, που τα φορούσε ως το 1978. Ύστερα έβαλαν τα βρακάδικα και τα κράτησαν μέχρι το τέλος. Μερικοί με τα βρακάδικα διατήρησαν το τσοπάνικο μαντήλι κι άλλοι ισχυρίζονται ότι άλλαξαν φορεσιά επειδή δεν υπήρχαν μαντήλια. Η αλλαγή από τη μια φορεσιά στην άλλη ίσως να έγινε για λόγους πρακτικούς, επειδή, όπως λέγεται, το πλύσιμο των βρακάδικων ήταν πιο εύκολο. Γύρω στα 1910 καθιερώθηκε ο αϊβαλιώτικος σκούφος με τα βακάδικα.
Οι φτωχοί γεωργοί με μεγάλες φαμίλιες και χωρίς δικά τους χωράφια αδυνατούσαν να βάλουν βράκα, γιατί ήταν πολύ ακριβή. Μερικοί τις βράκες τις είχαν μόνο για τη σκόλη. Γι’ αυτό φορούσαν ντρίλινο παντελόνι, το “τσικνιάρ’κο”, που κούμπωνε κάτω από το γόνατο μ’ ένα μεταλλικό κουμπί. Μετά την Κατοχή, οι τσοπάνηδες φόρεσαν για το κρύο αντί για αμπά και καπότο, το μαντύο, ένα μακρύ χακί αμπέχονο στρατού και οι βρακάδες το αντίστοιχο του ναυτικού.
Υποδήματα: από αριστερά προς δεξιά (δείγμα)
Παντόφλες, υποδήματα για τα Κουτνιά | Τροχάδια, αντρικά υποδήματα | Γκ'ντόρες, υποδήματα για τα Αλλαμένα
Παιδικές Ενδυμασίες
Μωρουδιακά ρούχα & Παιδικές ενδυμασίες
Η Σκύρος, γνωστή για τα θαυμάσια κεντήματά της από τις βαρύτιμες νυφικές φορεσιές της, δεν μπορούσε παρά να έχει ανάλογα ρούχα και για τα μωρά. Από την πρώτη στιγμή που γεννιόταν το μωρό, φρόντιζαν να το καλωσορίζουν με χρυσά και πολύχρωμα κεντήματα, τσεβρέδες και μαχραμάδες, με τα οποία στόλιζαν το “σκαφ’δάτσι” (κούνια). Στις τρεις ημέρες έντυναν και στόλιζαν το μωρό με ό,τι καλύτερο είχε η κάθε μια. Τίποτα δεν ήταν από φτηνό υλικό. Όλα ήταν ρούχα αξίας, για βασιλόπουλα. Ο στολισμός του μωρού, συνήθεια βυζαντινή, δικαιολογεί το χρυσό στο “τσεμπέρι” και γενικά τα χρυσά κεντήματα.
Η παιδική ενδυμασία ήταν το ίδιο επιμελημένη με αυτή των μεγάλων. Παιδικά ρούχα καθημερινά δεν έχουν σωθεί, παρά μόνο τα καλά. Έχουν σωθεί ακόμα όσα φορούσαν την Καθαρά Δευτέρα, δηλαδή τσοπάνικα, νυφικά, γιαλαμπιά και κουτνιά.
Οι πληροφορίες, καθώς και οι φωτογραφίες που είναι από βιβλίο, ανήκουν στο βιβλίο της κ. Αλίκης Λάμπρου "Οι Σκυριανές Φορεσιές"
Επιπλέον φωτογραφίες από το διαδίκτυο, κάδρα σπιτιών και παλαιών φωτογράφων.